-
1 κλαυκίθων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλαυκίθων
См. также в других словарях:
κλαυκίθων — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «λαμπρυνόμενος τὰς ὄψεις» … Dictionary of Greek
1 κλαυκίθων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλαυκίθων
κλαυκίθων — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «λαμπρυνόμενος τὰς ὄψεις» … Dictionary of Greek